- επείσκλητος
- ἐπείσκλητος, -ον (Α) [επεισκαλώ]1. αυτός που κλήθηκε επί πλέον («ἐπεισκαλεῑν ἔκαστον ἐπείσκλητον ὅν ἄν ἐθέλη τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς ἡλικίας», Αριστοτ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπείσκλητοςσυνέλευση που συγκλήθηκε για ορισμένο σκοπό.
Dictionary of Greek. 2013.